- οὐατόεν
- οὐατόειςlong-earedmasc voc sgοὐατόειςlong-earedneut nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ουατόεις — οὐατόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει μακριά αφτιά 2. μτφ. αυτός που έχει δύο λαβές οι οποίες μοιάζουν με αφτιά 3. (για δένδρο) αυτός που έχει κλαδιά τα οποία κλίνουν προς τα κάτω 4. (κατά τον Ησύχ.) «οὐατόεν ὦτα ἔχον. καὶ ὅπερ ἔχει… … Dictionary of Greek